κανακεύω


κανακεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κανακεύω μεσαιωνική ελληνική κανακεύω

Ερμηνεία
ρήμα κανακεύω

✦ χαϊδεύω: δούλευαν παρακόρες, παραγιοί να σε περιποιηθούν και να σε κανακέψουν (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.