κανακάρης
Προφορά
Ετυμολογία
κανακάρης κανάκι
Ερμηνεία
κανακάρης
✦ -ισσα, -ικο επίθ. χαϊδεμένος: μωρέ γιέ μου κανακάρη, ποια γυναίκα θα σε πάρει (δημ. τραγ.)
✦ μοναχοπαίδι: είναι, βλέπεις, κανακάρης και τον έχουνε μη βρέξει και μη στάξει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–