κανάκι


κανάκι
Προφορά

Ετυμολογία
κανάκι ίσως από τα αρχαία ελληνικά └ουσ┘ καναχή (= ήχος μουσικών οργάνων)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κανάκι

✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. κανάκια, χάδια: αποβραδίς επαίζανε με γέλια, με κανάκια (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.