καμωμένος
Προφορά
Ετυμολογία
καμωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος κάνω
Ερμηνεία
καμωμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που έχει γίνει, που έχει τελειώσει η κατασκευή του
✦ πλασμένος: ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα (Κ. Καβάφης)
✦ ώριμος, γινωμένος: δεν ήταν ακόμα καμωμένα τα σταφύλια
Συνώνυμα
φτιαγμένος
Αντίθετα
ακάμωτος, άφτιαχτος
Επιρρήματα
–