καμικάζι
Προφορά
Ετυμολογία
καμικάζι ιαπων. λ. που σημαίνει θεϊκός άνεμος• όν. του τυφώνα που το 1281 διασκόρπισε το στόλο που είχαν στείλει οι Μογγόλοι εναντίον της Ιαπωνίας
Ερμηνεία
καμικάζι
✦ άκλ. ουσ. προσωνυμία των εθελοντών Ιαπώνων αεροπόρων που, κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έπεφταν με τα αεροπλάνα τους πάνω στο στόχο τους
✦ (μτφ. ) εξαιρετικά ριψοκίνδυνο άτομο ιδ. ο ριψοκίνδυνος οδηγός μοτοσικλέτας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–