καμεοτεχνία


καμεοτεχνία
Προφορά

Ετυμολογία
καμεοτεχνία καμέα + -τεχνία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καμεοτεχνία

✦ η τέχνη και η τεχνική της κατασκευής καμεών: και τι να πούμε για τις άλλες πέτρες, τις πολύτιμες και ημιπολύτιμες που η καθεμιά τους προσφέρει άφατα φάσματα και ιριδισμούς στη λιθογλυφία, στην καμεοτεχνία, στην μικροτεχνία (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.