καματερός


καματερός
Προφορά

Ετυμολογία
καματερός αρχαία ελληνική καματηρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καματερός -ή, -ό

✦ εργατικός
✦ κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά
✦ το καματερό ως ουσ., βόδι που χρησιμοποιείται στο αλέτρι: τρία καματερά το ‘να από τ’ άλλο πίσω (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.