καμαρωτός


καμαρωτός
Προφορά

Ετυμολογία
καμαρωτός καμάρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ καμαρωτός -ή, -ό

✦ ο σκεπασμένος με καμάρες, αψιδωτός: ένας πλατύς διάδρομος με καμαρωτό θόλο, που καταλήγει σε χαμηλή ασύμμετρη αψίδα (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.