καμένος
Προφορά
Ετυμολογία
καμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καίω
Ερμηνεία
καμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο καταστραμμένος από φωτιά: καμένο σπίτι
✦ που παρουσιάζει φλόγωση ή ερεθισμό
✦ φρ. καμένη γη, στρατιωτική τακτική κατά την οποία ο στρατός που υποχωρεί κατακαίει τα πάντα για να μη βρει ο επερχόμενος στρατός τα απαραίτητα για τη συντήρησή του
✦ η φρ. και για τακτική αποδυνάμωσης των κρατικών λειτουργιών που αποσκοπεί στη δυσχέρανση του έργου της διάδοχης κυβερνήσεως: οι κυβερνήσεις παραλαμβάνουν μονίμως καμένη γη από τις προηγούμενες (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–