καμέα


καμέα
Προφορά

Ετυμολογία
καμέα └ιταλ┘cammeo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καμέα

✦ κομμάτι από σκληρό ημιπολύτιμο λίθο, συν. αχάτη, όνυχα, σαρδόνυχα ή απομιμήσεις αυτών από γυαλί, που έχει υποστεί κατεργασία και φέρει σκαλισμένες ανάγλυφες μορφές ή παραστάσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.