καμάρωμα


καμάρωμα
Προφορά

Ετυμολογία
καμάρωμα καμαρώνω• η λ. και αρχαία ελληνική με σημ. «θόλος, αψίδα» από το ρήμα καμαρῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καμάρωμα

✦ το να καμαρώνει κάποιος, υπερηφάνεια, κόρδωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.