καλτάκα


καλτάκα
Προφορά

Ετυμολογία
καλτάκα └τουρκ┘kaltak (= σέλα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καλτάκα

✦ ιερόδουλος δηλωμένη, πόρνη (με επιτατική σημ. καρακαλτάκα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.