καλπουζάνος


καλπουζάνος
Προφορά

Ετυμολογία
καλπουζάνος └τουρκ┘kalpazan

Ερμηνεία
καλπουζάνος

✦ που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, πλαστογράφος, παραχαράκτης
✦ (μτφ. για πρόσ.) δόλιος, απατεώνας

Συνώνυμα
κάλπης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.