καλοσύνη


καλοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
καλοσύνη μεσαιωνική ελληνική καλωσύνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καλοσύνη

✦ η διάθεση του καλού ανθρώπου, αγαθότητα
✦ ευεργεσία: έχει κάνει ένα σωρό καλοσύνες
✦ προτέρημα: πού τις βρήκες τις καλοσύνες του;
✦ ευδία, καλοκαιρία

Συνώνυμα

Αντίθετα
κακία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.