καλοστρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
καλοστρώνω καλός + στρώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καλοστρώνω
✦ στρώνω, απλώνω με επιμέλεια
✦ καλύπτω, σκεπάζω με επιμέλεια
✦ τακτοποιώ, διευθετώ, ετοιμάζω: καλοστρωμένο τραπέζι
✦ (αμτβ.) εφαρμόζω καλά
✦ (μέσ.) καλοστρώνομαι, αφοσιώνομαι κάπου με ζήλο: καλοστρώθηκε στο γλέντι – στη δουλειά
✦ εγκαθίσταμαι αυθαίρετα, καλοκάθομαι: ήρθε, χωρίς να ειδοποιήσει, και καλοστρώθηκε με τις ώρες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–