καλοστεκούμενος


καλοστεκούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
καλοστεκούμενος καλός + στέκομαι

Ερμηνεία
καλοστεκούμενος

✦ κ. καλοστεκάμενος, -η, -ο επίθ. ο οικονομικά εύρωστος: κρατούσα τη θλιμμένην αξιοπρέπεια των πριν καλοστεκούμενων αστών (Μ. Περάνθης)
✦ ο με καλή υγεία, γερός: ανάλογα με τα χρόνια του, είναι αρκετά καλοστεκούμενος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.