καλοραμμένος


καλοραμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
καλοραμμένος καλός + ραμμένος, μτχ. παθ. πρκμ. του ράβω

Ερμηνεία
καλοραμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για ένδυμα) που έχει ραφτεί καλά και προσεκτικά: καλοραμμένο κοστούμι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.