καλοπροαίρετος


καλοπροαίρετος
Προφορά

Ετυμολογία
καλοπροαίρετος μεσαιωνική ελληνική καλοπροαίρετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καλοπροαίρετος -η, -ο

✦ καλόγνωμος, φιλικός: ήτανε πάντα του ήρεμος, γαλήνιος και καλοπροαίρετος (Κ. Βάρναλης)
✦ που γίνεται με καλή προαίρεση, με τίμια πρόθεση: αφορμή… για φωτισμένη κρίση και καλοπροαίρετη επίκριση (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καλοπροαίρετα (Κ καλοπροαιρέτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.