καλοπληρωτής


καλοπληρωτής
Προφορά

Ετυμολογία
καλοπληρωτής καλοπληρώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καλοπληρωτής

✦ θηλ. καλοπληρώτρια ο πρόθυμος στην έγκαιρη εξόφληση των υποχρεώσεών του
✦ που πληρώνει πλουσιοπάροχα όσους εργάζονται γι’ αυτόν

Συνώνυμα

Αντίθετα
κακοπληρωτής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.