καλλιπάρειος


καλλιπάρειος
Προφορά

Ετυμολογία
καλλιπάρειος μεταγενέστερη ελληνική καλλιπάρειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καλλιπάρειος -ος, -ον

✦ που έχει ωραία μάγουλα κ. γεν. ωραία όψη: η καλλιπάρειος δεσποινίς τάδε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.