καλλιέργεια
Προφορά
Ετυμολογία
καλλιέργεια μεσαιωνική ελληνική καλλιέργεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καλλιέργεια
✦ το σύνολο των εργασιών που απαιτούνται για να καρποφορήσει η γη
✦ καλλιεργημένη έκταση γης
✦ η ειδική φροντίδα για την ανάπτυξη φυτών
✦ (μτφ. ) επίμονη και αποδοτική ενασχόληση: η καλλιέργεια της επιστήμης – του αθλητισμού
✦ μόρφωση: είναι άνθρωπος αξιόλογος, με καλλιέργεια |(ιατρ.) ο πολλαπλασιασμός μικροοργανισμών υπό κατάλληλες βιολογικές συνθήκες για ερευνητικό σκοπό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–