καλιγώνω
Προφορά
Ετυμολογία
καλιγώνω μεσαιωνική ελληνική καλλιγώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καλιγώνω
✦ πεταλώνω υποζύγιο: νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει (δημ. τραγ.)
✦ φρ. καλιγώνει τον ψύλλο, είναι παμπόνηρος και καπάτσος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–