καλιακούδα


καλιακούδα
Προφορά

Ετυμολογία
καλιακούδα κάλοιακας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καλιακούδα

✦ το πουλί κολοιός, η κάργα: μαύρη σαν καλιακούδα (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.