κακόπιστος


κακόπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
κακόπιστος μεταγενέστερη ελληνική κακόπιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κακόπιστος -η, -ο

✦ ανειλικρινής, που δεν διαπνέεται από καλή πίστη
✦ που διαστρεβλώνει την αλήθεια προς όφελός του

Συνώνυμα

Αντίθετα
καλόπιστος
Επιρρήματα
κακόπιστα (Κ κακοπίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.