
κακοποιώ
Προφορά
Ετυμολογία
κακοποιώ αρχαία ελληνική κακοποιέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κακοποιώ -είς, -εί
✦ κακομεταχειρίζομαι, κάνω κακό σε κάποιον
✦ φρ. κακοποιώ την αλήθεια, διαστρεβλώνω, ψεύδομαι
✦ (μτφ. ) βιάζω: κακοποίησε ανήλικο κορίτσι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–