κακοπληρώτρια
Προφορά
Ετυμολογία
κακοπληρώτρια κακοπληρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κακοπληρώτρια
✦ θηλ. κακοπληρώτρια ο δύστροπος στην τακτοποίηση των υποχρεώσεών του, που αποφεύγει να πληρώνει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καλοπληρωτής
Επιρρήματα
–