κακοπάτητος


κακοπάτητος
Προφορά

Ετυμολογία
κακοπάτητος κακός + πατώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ κακοπάτητος -η, -ο

✦ αυτός στον οποίο δύσκολα βαδίζει κάποιος, τραχύς: πολεμούσαμε… σε βουνά κακοπάτητα, σε γκρεμνούς (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.