καθιστώ


καθιστώ
Προφορά

Ετυμολογία
καθιστώ αρχαία ελληνική καθίστημι

Ερμηνεία
ρήμα καθιστώ -άς, -ά

✦ τοποθετώ, εγκαθιστώ
✦ διορίζω: τον έχει καταστήσει κληρονόμο του
✦ περιάγω κάποιον ή κάτι σε ορισμένη κατάσταση, προσδίδω ορισμένη ιδιότητα: είχε συνδεθεί με μια κοπέλα που την κατέστησε έγκυο – ο ίδιος έχει καταστήσει δύσκολη τη θέση του – σε καθιστώ υπεύθυνο, αν συμβεί κάτι τέτοιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.