καθημαγμένος


καθημαγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
καθημαγμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του καθαιμάσσω

Ερμηνεία
καθημαγμένος

✦ -η, -ον μτχ. ως επίθ. ματωμένος, αιμόφυρτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.