καθηλώνω


καθηλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καθηλώνω μεταγενέστερη ελληνική καθηλῶ

Ερμηνεία
ρήμα καθηλώνω

✦ αναγκάζω κάποιον να μείνει ακίνητος στη θέση του: οι δυνάμεις μας επέτυχαν να καθηλώσουν τον εχθρό – θαυμάσιος ομιλητής, καθήλωσε το ακροατήριό του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.