καθετοποιημένος
Προφορά
Ετυμολογία
καθετοποιημένος κάθετος + ποιώ
Ερμηνεία
καθετοποιημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (οικον.) για επιχείρηση, που περιλαμβάνει όλα ή τα περισσότερα στάδια παραγωγής, μέχρι την τελική εμφάνιση στον καταναλωτή, ενός προϊόντος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–