καθετηριασμός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply καθετηριασμόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/καθετηριασμός.mp3Ετυμολογίακαθετηριασμός καθετηριάζω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο καθετηριασμός ✦ η εισαγωγή καθετήρα σε κοιλότητα ή πόρο του σώματος, συνήθ. για εξέταση ή εξαγωγή υγρού Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–