καθεστηκώς


καθεστηκώς
Προφορά

Ετυμολογία
καθεστηκώς μτχ. πρκμ. του καθίσταμαι

Ερμηνεία
καθεστηκώς

✦ -υία κ. (συγκεκομμένος τύπος) καθεστώς, -ώσα μτχ. ως επίθ. ο εγκαταστημένος κάπου, ο ισχύων
✦ καθεστηκυία τάξη, η ισχύουσα τάξη, το πολιτειακό ή κοινωνικό σύστημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.