καθαυτό


καθαυτό
Προφορά

Ετυμολογία
καθαυτό αρχαία ελληνική καθ’ ἑαυτό

Ερμηνεία
καθαυτό

✦ κ. καθαυτού επίρρ. (συντασσόμενο πάντα με ουσ. ή επίθ.) με όλη τη σημασία της λέξης, κατεξοχήν, αναμφισβήτητα: φυσιογνωμία καθαυτό ηγετική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.