καθαρτήριο
Προφορά
Ετυμολογία
καθαρτήριο μεταγενέστερη ελληνική καθαρτήριον, └ουδ┘ του επιθέτου καθαρτήριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καθαρτήριο
✦ κατά τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο υπεργήινος τόπος όπου παραμένουν οι ψυχές για να καθαρθούν, πριν μπουν στον παράδεισο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–