καθαρευουσιάνος


καθαρευουσιάνος
Προφορά

Ετυμολογία
καθαρευουσιάνος καθαρεύουσα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καθαρευουσιάνος

✦ θηλ. καθαρευουσιάνα οπαδός της καθαρεύουσας, που μιλάει και γράφει στην καθαρεύουσα

Συνώνυμα
καθαρολόγος
Αντίθετα
δημοτικιστής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.