καθήκον
Προφορά
Ετυμολογία
καθήκον αρχαία ελληνική καθῆκον, └ουδ┘ του καθήκων, μτχ. του ρήματος καθήκω (= αρμόζω)
Ερμηνεία
καθήκον
✦ ηθική υποχρέωση, χρέος: προσπάθησα να κάνω από καθήκον ό,τι γίνεται μονάχα από αγάπη (Μ. Καραγάτσης)
✦ ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους, υποχρέωση του πολίτη
✦ άνθρωπος του καθήκοντος, ο προσηλωμένος στο καθήκον, που εκτελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση ή το αξίωμά του – σύγκρουση καθηκόντων, περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση ενός καθήκοντος συνεπάγεται την παράβαση άλλου – υπέρβαση καθηκόντων, η αντιποίηση ξένης εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–