καθένας


καθένας
Προφορά

Ετυμολογία
καθένας └φρ┘καθ’ ένα

Ερμηνεία
καθένας

✦ κ. καθείς, -εμιά κ. -εμία, -ένα αόρ. αντων. (Κ καθείς, καθεμία, καθέν) ένας ένας χωριστά ή έπειτα από τον άλλον: με ενδιέφεραν οι πολλαπλοί ποικιλόμορφοι θεοί με τις ιδιότητές τους ο καθένας (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
✦ οποιοσδήποτε
(μτφ. ) κοινός, τυχαίος, συνηθισμένος: δεν είναι ο καθένας, για να του μιλάς έτσι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.