καθέλκω


καθέλκω
Προφορά

Ετυμολογία
καθέλκω αρχαία ελληνική καθέλκω

Ερμηνεία
καθέλκω

✦ κ. καθέλκω ρ. (καθέλκ-υσα, -ύστηκα, -υσμένος) κατεβάζω έλκοντας
✦ (κυρ.) σέρνω νεοκατασκευασμένο πλοίο από τη σχάρα του ναυπηγείου στη θάλασσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.