καθέδρα
Προφορά
Ετυμολογία
καθέδρα αρχαία ελληνική καθέδρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καθέδρα
✦ κάθισμα, έδρα
✦ έδρα επισκοπικής, μητροπολιτικής αρχής
✦ φρ. από καθέδρας, σε τόνο αξιωματικό, που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–