καθάριος


καθάριος
Προφορά

Ετυμολογία
καθάριος αρχαία ελληνική καθάρ(ε)ιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καθάριος -ια, -ιο

✦ καθαρός, παστρικός
✦ διαυγής: νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα (Διον. Σολωμός)
(μτφ. ) ξεκάθαρος, σαφής: καθάρια απόκριση στα βάθη της καρδιάς μου (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καθάρια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.