καβούκι


καβούκι
Προφορά

Ετυμολογία
καβούκι └τουρκ┘kabuk

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καβούκι

✦ όστρακο
✦ φρ. κλείστηκε στο καβούκι του, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ή έπαψε να έχει κοινωνικές επαφές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.