καβδιανός
Προφορά
Ετυμολογία
καβδιανός Κάβδιον, όν. πόλης στα σύνορα της └ιταλ┘Καμπανίας
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καβδιανός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την πόλη Κάβδιο (όπου ο ρωμαϊκός στρατός αιχμαλωτίστηκε από τους Σαμνίτες και αναγκάστηκε να περάσει κάτω από ταπεινωτικό ζυγό)· εύχρ. στη φρ. περνώ από καβδιανά δίκρανα, υφίσταμαι, αποδέχομαι εξευτελιστικούς όρους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–