καβαλιστικός


καβαλιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
καβαλιστικός καβαλιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ καβαλιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον καβαλισμό
✦ ακατανόητος, μυστηριώδης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.