καβαλικεύω


καβαλικεύω
Προφορά

Ετυμολογία
καβαλικεύω μεσαιωνική ελληνική καβαλικεύω

Ερμηνεία
ρήμα καβαλικεύω

✦ ανεβαίνω σε άλογο ή άλλο υποζύγιο
✦ (συνεκδ.) κάθομαι ιππαστί
✦ (αμτβ.) ξέρω ιππασία
(μτφ. ) επιβάλλομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.