καβαλιέρος


καβαλιέρος
Προφορά

Ετυμολογία
καβαλιέρος └βενετ┘ cavalier (= ιππέας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καβαλιέρος

✦ συνοδός κυρίας και ιδ. ο συγχορευτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.