καβαλάρης
Προφορά
Ετυμολογία
καβαλάρης μεσαιωνική ελληνική καβαλλάρις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καβαλάρης
✦ θηλ. καβαλάρισσα (πληθ. καβαλάρηδες κ. καβαλαρέοι) ιππέας
✦ έφιππος: από τις ξένες χώρες βασιλιάδες και καβαλάρηδες απάνω στο άτι (Λ. Πορφύρας)
✦ στρατιώτης του ιππικού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–