καβάφης


καβάφης
Προφορά

Ετυμολογία
καβάφης └τουρκ┘kavaf

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καβάφης

✦ κατασκευαστής ή πωλητής παπουτσιών δεύτερης ποιότητας
✦ κακός, αδέξιος τεχνίτης, σκιτζής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.