καβάσης


καβάσης
Προφορά

Ετυμολογία
καβάσης └τουρκ┘kavas (= φύλακας, φρουρός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καβάσης

✦ φρουρός πρεσβείας ή προξενείου της παλιάς Τουρκίας και Αιγύπτου: ο Θεόφιλος είχε καταφέρει να διοριστεί καβάσης στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.