καβάλο


καβάλο
Προφορά

Ετυμολογία
καβάλο └ιταλ┘cavalo

Ερμηνεία
καβάλο

✦ το κάτω μέρος της ραφής που ενώνει τα δύο σκέλη του πανταλονιού: με το ντρίλινο φράγκικο πανταλόνι… να με κόβει κι αυτό στον καβάλο (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.